κίγγλα

κίγγλα
κιγγλα και γιγγλα, ἡ (Μ)
ζώνη, λουρί που συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι στη ράχη τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cingula].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιγγλώ — κιγγλῶ και κιγγλώνω (Μ) [κίγγλα] εφαρμόζω, τοποθετώ την κίγγλα στο ζώο …   Dictionary of Greek

  • ίγγλα — και ίγλα, ἡ (Μ ἴγγλα) ζώνη ή ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγγλα < λατ. cingula ή cingulum «ζώνη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”