κιγγλώ — κιγγλῶ και κιγγλώνω (Μ) [κίγγλα] εφαρμόζω, τοποθετώ την κίγγλα στο ζώο … Dictionary of Greek
ίγγλα — και ίγλα, ἡ (Μ ἴγγλα) ζώνη ή ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγγλα < λατ. cingula ή cingulum «ζώνη»] … Dictionary of Greek